Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Αναξαγόρας

Ο Αναξαγόρας (~500-428 π.Χ) ήταν σπουδαίος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και αστρονόμος. Γεννήθηκε στις Κλαζομενές τηςΙωνίας περί το 500 π.Χ. Ήταν γιος του Ηγησίβουλου ή Εύβουλου και ανήκε σε πλούσιο και αριστοκρατικό γένος. Σε ηλικία 20 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, επιδιδόμενος σε φιλοσοφικές σπουδές, όπου και έζησε εκεί επί 30 χρόνια. Σύμφωνα όμως με την παράδοση κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη.
Γενικά ο Αναξαγόρας προσπάθησε να ανανεώσει την ιωνική φυσιολογία και να τη συνδυάσει με τις πνευματικές κατακτήσεις τουΠαρμενίδη και του Εμπεδοκλή.
Στη βάση του στοχασμού του φιλόσοφου Αναξαγόρα βρίσκεται η άρνηση της γένεσης και της φθοράς, καθώς «...τίποτα δεν γίνεται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται και διαχωρίζεται από προϋπάρχοντα όντα». Με άλλα λόγια ο Αναξαγόρας δεν δέχεται τη δυνατότητα δημιουργίας όντων από τη μείξη των τεσσάρων βασικών ριζωμάτων του Εμπεδοκλή, αλλά πιστεύει ότι κάθε επιμέρους υπόσταση υπήρχε εξαρχής στον κόσμο. Τα εύλογα ερωτήματα που πιθανώς προκαλεί μια τέτοια δήλωση απαντώνται με μια άλλη βασική αρχή του Αναξαγόρα, σύμφωνα με την οποία κάθε ον του φυσικού κόσμου περιέχει σε μικρή αναλογία κομμάτια όλων των φυσικών υποστάσεων, αποτελώντας έτσι μια μικροκοσμική εικόνα του μακροκοσμικού σύμπαντος. Τούτη η καθολική ανάμειξη είναι μια πρωτοκοσμική κατάσταση αδιάκριτης μείξης των σπερμάτων, δηλαδή των βασικών δομικών συστατικών που είναι άπειρα της πραγματικότητας, αθέατα μεν, λειτουργούν ωστόσο ως πρότυπα οργάνωσης -κυανοτυπίες- ενσωματώνοντας δυνητικά τα ουσιώδη συστατικά όλων των υλικών υποστάσεων.
Δυστυχώς κανένα έργο των προσωκρατικών φιλοσόφων δεν σώζεται ακέραιο. Έχουμε πληροφορίες γι'αυτούς στα ΑΜΕΣΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ, σε αρχαίους συγγραφείς από τον Πλάτωνα μέχρι και τους όψιμους Βυζαντινούς και στις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ, τις έμμεσες δηλαδή αναφορές. 

Παρμενίδης

Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων.
Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο είναι. Σε ένα άλλο απόσπασμα αντιδιαστέλλει το είναι, την ύπαρξη των όντων με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το είναι μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, αλλά διεισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το είναι, που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την ενότητα και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το είναι.

Πρωταγόρας

Με τον Πρωταγόρα εισάγεται το ρεύμα του σχετικισμού και του υποκειμενισμού στην φιλοσοφία. Ο Πρωταγόρας πίστευε ότι η γνώση δεν προσδιορίζεται αντικειμενικά, αλλά με τις αισθήσεις. Άρα, γνώση είναι ό,τι αντιλαμβανόμαστε όπως αποτυπώνεται στις αισθήσεις μας. Ο Πρωταγόρας εισήγαγε και την έννοια του «ανθρωποκεντρισμού», με τη χαρακτηριστική ρήση «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Η έκφραση αυτή σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέτρο της αλήθειας και της γνώσης και γι’ αυτό κάθε υποκειμενική άποψη για κάποιο θέμα έχει την άξια της.
Θεωρείται επίσης ο πρώτος αγνωστικιστής, όπως προκύπτει από τις θέσεις που εκφράζει στο έργο του Περί Θεών. Αντιμετώπισε με κριτικό πνεύμα την ύπαρξη του Θεού θεωρώντας ότι εμπόδιο για τη γνώση του είναι «η αδηλότητα των θεών και η βραχύτητα του ανθρωπίνου βίου». Οι απόψεις του, όπως και αυτές του Σωκράτη, σκανδάλισαν τους Αθηναίους και κατηγορήθηκε από τον Πυθόδωρο για αθεΐα. Μαρτυρείται πως τα βιβλία του κάηκαν δημόσια στην αγορά και ο ίδιος καταδικάστηκε για αθεΐα. Για να αποφύγει τα χειρότερα ο Πρωταγόρας διέφυγε προς τη Σικελία, όμως, το πλοίο που τον μετέφερε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε. Η συγκεκριμένη αφήγηση αμφισβητείται, καθώς στον Μένωνα του Πλάτωνα ο Σωκράτης αναφέρει πως ο Πρωταγόρας γνώρισε τιμές μέχρι το θάνατό του, παρόλα αυτά πιθανώς περιέχει ψήγματα αλήθειας σχετικά με την αντιμετώπισή του.
Ο Πρωταγόρας ήταν πιθανόν ο πρώτος δάσκαλος που δίδασκε με ανταμοιβή και ήταν ξακουστός για τα υψηλά δίδακτρα που χρέωνε. Οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν πρόδρομοι των σημερινών διαλέξεων και είχαν ως περιεχόμενο ανάλυση ποιημάτων, συζητήσεις για τα νοήματα και τις σωστές χρήσεις των λέξεων και γενικούς κανόνες ρητορικής. Όπως είναι φυσικό οι μαθητές του ήταν πλούσιοι και οικονομικά ευκατάστατοι Αθηναίοι με κοινωνικό υπόβαθρο.
Εστίαζε την εκπαίδευση που παρείχε σε πρακτικά ζητήματα αποδίδοντας μεγάλη αξία στη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία (ορθοέπεια). Θεωρώντας πως για κάθε θέση μπορούν να διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ και κατά, προετοίμαζε τους μαθητές του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν αλλά και να επικρίνουν, με λογικά επιχειρήματα, κάθε αμφιλεγόμενη θέση.
Αξιοσημείωτος είναι ο ομώνυμος διάλογος του Πλάτωνα, στον οποίο ο Σωκράτης συζητάει με τον σοφιστή Πρωταγόρα για το θέμα της αρετής.

Σωκράτης

Ζωή
Ο Σωκράτης πίστευε ότι η αυτογνωσία ήταν επαρκής για να ζήσει κανείς μια καλή ζωή. Ταύτιζε την γνώση με την αρετή. Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να φτάσουν στην απόλυτη γνώση έλεγε, αρκεί να ακολουθήσουν τη σωστή μέθοδο. Η γνώση δεν είναι δεδομένη και ανώδυνη, παρομοιάζεται μάλιστα με τις ωδίνες του τοκετού. Αν μπορούμε να “μάθουμε τη γνώση”, τότε μπορούμε να διδαχθούμε και την αρετή. Ο τρόπος που ζούσε συνίστατο στην εξέταση της ζωής των ανθρώπων, τη δική του και των άλλων, επειδή “Ο δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ” (η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο). Πρέπει κανείς να αναζητά τη γνώση και τη σοφία πριν από τα άλλα ιδιωτικά του συμφέροντα. Η γνώση αναζητείται ως μέσο για την ηθική δράση. Η λογική αποτελεί προϋπόθεση για να ζήσει κανείς μια καλή ζωή, κατά τον Σωκράτη.  Η αληθινή μας ευτυχία εξαρτάται από το αν κάνουμε αυτό που είναι σωστό. Δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος αν δρας αντίθετα με όσα πιστεύεις. Η ηθική του Σωκράτη έχει έναν τελολογικό χαρακτήρα – η μηχανιστική εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι λανθασμένη. Η ανθρώπινη δράση στοχεύει στο καλό και υπάρχει σκοπός στη φύση. Ο Σωκράτης πίστευε ότι όταν οι άνθρωποι λειτουργούν ανήθικα δεν το κάνουν σκόπιμα, το οποίο είναι γνωστό και ως το Σωκρατικό Παράδοξο. Έλεγε ότι αν κάποιος ξέρει ποιο είναι το σωστό, τότε θα πράξει αναλόγως. Αλλιώς απλώς δεν ξέρει ποιο είναι το σωστό. Αν κάποιος δεν λειτουργεί με τρόπο καλό, τότε μάλλον κάνει λάθος, του λείπει η γνώση για το πώς θα φερθεί σωστά στην όποια περίσταση. Οπότε για τον Σωκράτη, η γνώση σημαίνει αρετή και είναι “καλή”, ενώ η άγνοια είναι “κακή”, άχρηστη. Είναι λοιπόν σαν να είμαστε υπεύθυνοι για το τι γνωρίζουμε και τι όχι, επομένως είμαστε και υπεύθυνοι για την προσωπική μας ευτυχία. Ο Αριστοτέλης βέβαια διαφωνούσε, έλεγε ότι κάποιος μπορεί να γνωρίζει ποιο είναι το καλύτερο που έχει να κάνει, αλλά και πάλι να δράσει λανθασμένα.
Συχνά ρωτούσε τους συμπολίτες του “Δεν ντρέπεστε για την προθυμία σας να αποκτήσετε όσο πιο πολλά πλούτη, φήμη και τιμές γίνεται, αλλά δεν νοιάζεστε το ίδιο για την σοφία ή την αλήθεια, ή για την καλύτερη κατάσταση της ψυχής σας;” Τους έλεγε ότι ασχολούνται συνέχεια με τις οικογένειές τους, τις ευθύνες τους και τις πολιτικές τους ευθύνες, ενώ θα έπρεπε να ανησυχούν για την “ευημερία της ψυχής τους”.
Παρότρυνε τους ανθρώπους να “νοιαστούν για την ψυχή τους, να γνωρίσουν τον εαυτό τους, γιατί άπαξ και μάθουμε τους εαυτούς μας μπορεί και να αρχίσουμε να νοιαζόμαστε για αυτούς”. Θεώρησε την ψυχή ως την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή ως αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Η αυτογνωσία δεν είναι παρά σοφία και δε γίνεται να ξεχωρίσουμε το σωστό από το λάθος (είτε για μας, είτε για τους άλλους), αν δεν έχουμε σοφία.
Καθημερινά, όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις στις οποίες πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στην βολική συμβατικότητα ή στην αφοσίωση στην αλήθεια και τη λογική. Ο Σωκράτης προτίμησε να τιμήσει την αφοσίωσή του στην αλήθεια και την ηθική, παρόλο που στο τέλος του κόστισε την ίδια του την ζωή. Πίστευε ότι δεν πρέπει ποτέ να κάνει κανείς κάτι κακό, ούτε καν ως αντίδραση σε ένα κακό που έχει υποστεί. Πίστευε ακόμα ότι είναι πάντα λάθος να παρακούει κανείς τους νόμους του κράτους, άρα δεν πρέπει ποτέ να παρακούει το κράτος. Όπως δεν πρέπει να κάνουμε κακό στους γονείς μας, άλλο τόσο δεν πρέπει να κάνουμε κακό στην πατρίδα μας.
Παρόλο που κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τους θεούς, υπάρχει μια ισχυρή θρησκευτική πλευρά στον χαρακτήρα του και αυτά που λέει στην Απολογία ή στον Κρίτωνα φανερώνουν έναν βαθύ σεβασμό για τα Αθηναϊκά θρησκευτικά έθιμα και ειλικρινή εκτίμηση για τους θεούς.
Ενδιαφέρεται για την αληθινή αρετή η οποία πιστεύει ότι είναι ίδια για όλους. Αυτή η ευρεία έννοια της αρετής μπορεί να περιλαμβάνει συγκεκριμένες αρετές όπως το κουράγιο, η σοφία, η μετριοφροσύνη, αλλά θα έπρεπε να έχουμε και μια γενική περιγραφή της αρετής ως σύνολο, την ικανότητα, τη δεξιότητα του να είσαι ανθρώπινος. Αλλά ποιος είναι αυτός ο ορισμός; Αυτή η ερώτηση μάλλον δεν απαντάται ποτέ, αλλά συνεχίζονται κι άλλες ερωτήσεις κι αμφισβητήσεις κλπ. Πίστευε επίσης ότι υπάρχει μια ενιαία γνώση. Υπάρχει μία κοινή αλήθεια στην οποία όλοι μπορούν να φτάσουν, ακόμα και οι δούλοι. Κάτι σχετικό βρίσκει ως αποτέλεσμα της έρευνάς του ο Goldin και δείχνει την ύπαρξη γνωστικών καθολικών σχημάτων που διέρχονται χρόνου και πολιτισμών. Όπως είναι φυσικό να γεννάμε, είναι δηλαδή κάτι που κάπως ξέρουμε, έτσι είναι και οι φιλοσοφικές αλήθειες και η γνώση, είναι μέσα μας, αρκεί να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας. Κι εδώ δένει κάπως η Σωκρατική μέθοδος της οποίας σκοπός δεν είναι η μετάδοση νέας γνώσης, αλλά να εκμαιεύσει κάτι που ο άλλος ξέρει ήδη, έχει μέσα του ήδη.
Ο Σωκράτης, σε αντίθεση με τους σοφιστές, πίστευε ότι η γνώση ήταν δυνατή, αλλά πίστευε ότι το πρώτο βήμα για τη γνώση ήταν αρχικά να παραδεχτεί κανείς την άγνοιά του. Ο ίδιος ο Σωκράτης έλεγε ότι το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δε γνωρίζει τίποτα και αυτή η συνειδητότητα της αμάθειάς του ήταν τελικά που τον έκανε τον πιο σοφό από τους συμπολίτες του. Η ουσία της μεθόδου του Σωκράτη εξάλλου ήταν να πείσει τον συνομιλητή του ότι ενώ νόμιζε ότι γνωρίζει κάτι, στην ουσία δεν το γνώριζε. Η Σωκρατική μέθοδος, κυρίως ο Σωκρατικός τρόπος ερωτήσεων, έχει χρησιμοποιηθεί και στην ψυχοθεραπεία (κυρίως στη Γνωστική, την Αντλεριανή και το Reality Therapy) για διευκρινίσεις, αλλά και για να κοιτάξει βαθιά μέσα του ο θεραπευόμενος ή να εξερευνήσει εναλλακτικούς τρόπους δράσης.
Ο Σωκράτης πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος να ζει κανείς ήταν να επικεντρωθεί στην αυτο-εξέλιξη και όχι στο κυνήγι του υλικού πλούτου. Πάντα παρότρυνε τους άλλους να επικεντρωθούν περισσότερο στις φιλίες και στην αίσθηση κοινότητας γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να μεγαλώσουν όλοι μαζί σαν λαός. Η αρετή αξίζει περισσότερο από κάθε τι, η ιδανική ζωή αφιερωμένη στην αναζήτηση του Καλού. Η αλήθεια βρίσκεται στις σκιές της ύπαρξης κι είναι δουλειά του φιλοσόφου να δείξει στους υπόλοιπους πόσα λίγα ξέρουν στ’αλήθεια.
Θάνατος
Ο Σωκράτης μετά τη δίκη του κρίνεται ένοχος με θανατική ποινή. Αυτοκτονεί ουσιαστικά πίνοντας κώνειο και το προτιμά από το να δραπετεύσει για άλλη πόλη. Στον Κρίτωνα αναφέρει ότι ένας άντρας στην ηλικία του (70 ετών όταν πέθανε) δε θα έπρεπε να δυσαρεστείται που ο θάνατος πλησιάζει κι ότι αυτό που θα έπρεπε να έχει αξία δεν είναι απλά η ζωή, αλλά η καλή ζωή. (Όχι δηλαδή να ζήσει λίγο παραπάνω, αλλά να ζει καλά). Πιστεύει ότι κανένας αληθινός φιλόσοφος δεν έχει φόβο θανάτου. Λένε πως πεθαίνοντας ο Σωκράτης είπε “Κρίτωνα, χρωστάμε έναν κόκκορα στον Ασκληπιό. Σε παρακαλώ, μην ξεχάσεις να ξεχρεώσεις.” Ο Ασκληπιός ήταν ο θεός που γιάτρευε τις αρρώστιες οπότε είναι πιθανό ο Σωκράτης να εννοούσε ότι ο θάνατος είναι η γιατριά και η ελευθερία της ψυχής από το σώμα. Βέβαια αναφέρεται και μια άλλη ερμηνεία, ότι ο Σωκράτης ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος, ότι ο θάνατός του ήταν η καθαρτική θεραπεία για τα κακά της Αθήνας. Στην περίπτωση αυτή ο κόκορας αναπαριστά την ίαση των ασθενειών της Αθήνας.
Στην Απολογία λέει πως δε θα έπρεπε να υπολογίζουμε τα πράγματα με βάση το αν θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε, αλλά με βάση το αν αυτό που κάνουμε είναι σωστό ή λάθος.Προτιμάει να μιλήσει όπως πιστεύει και να πεθάνει παρά μιλήσει όπως θέλουν και να ζήσει. Γιατί “ούτε στον πόλεμο, αλλά ούτε και στον νόμο πρέπει να ψάχνει κανείς τρόπους να αποφύγει τον θάνατο”. Η δυσκολία δε βρίσκεται στο να αποφύγει κανείς τον θάνατο, αλλά στο να αποφύγει την κακία, την αδικία που τρέχει γρηγορότερα κι από τον θάνατο. Λέει “Θεωρώ αυτό που μου συνέβη καλό και αυτοί που θεωρείτε ότι ο θάνατος είναι κακός κάνετε λάθος. Εξάλλου ούτε το δαιμόνιο έχει εκφράσει αντίθετη γνώμη, που σημαίνει ότι όσα λέω είναι σωστά.
Είτε ο θάνατος είναι μια κατάσταση ανυπαρξίας και ασυνειδησίας, ή όπως λένε κάποιοι άλλοι είναι μια αλλαγή και μετάβαση της ψυχής από αυτόν τον κόσμο σε ένα άλλο. Αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει συνείδηση, αλλά ένας ύπνος ανενόχλητος από όνειρα, τότε ο θάνατος θα είναι ανείπωτο κέρδος. Γιατί αν κάποιος είναι να κοιμηθεί ανενόχλητος από όνειρα νομίζω αυτή θα είναι μία από τις καλύτερες νύχτες της ζωής του. Ουσιαστικά η αιωνιότητα θα είναι μία και μόνη νύχτα. Αλλά αν ο θάνατος είναι ένα ταξίδι σε ένα άλλο μέρος όπου όλοι είναι νεκροί, τότε ποιο καλό μπορεί να είναι καλύτερο από αυτό; Τι δε θα έδινε κανείς για να μπορέσει να συζητήσει με τον Ορφέα, τον Ησίοδο ή τον Όμηρο; Αν αυτό είναι αλήθεια τότε αφήστε με να πεθάνω ξανά και ξανά! Θα συναντήσω και άλλους που τους έκριναν άδικα σε θάνατο, όπως τον Παλαμήδη και θα συγκρίνουμε τα δεινά του καθενός μας. Πάνω από όλα θα μπορέσω να συνεχίσω να ψάχνω για την αληθινή και την λάθος γνώση, όπως σε αυτό τον κόσμο έτσι και σε εκείνον, θα βρω ποιος είναι σοφός και ποιος προσποιείται πως είναι. Πόσο καταπληκτικό θα είναι να συνομιλήσω με όλους αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες! Γιατί σε εκείνον τον κόσμο σίγουρα δεν σκοτώνουν κάποιον για αυτό. Ίσα ίσα αν είσαι χαρούμενος σε εκείνον τον κόσμο είσαι αθάνατος, αν ισχύουν όσα λένε. Οπότε ας είμαστε χαρούμενοι σχετικά με τον θάνατο και μάθετε ότι τίποτε κακό δεν μπορεί να συμβεί σε έναν καλό άνθρωπο, πριν ή μετά θάνατον. Οι θεοί δεν θα τον παραμελήσουν. Βλέπω καθαρά ότι το να πεθάνω και να απελευθερωθώ είναι το καλύτερο για μένα, δεν είμαι θυμωμένος με τους κατηγορητές μου γιατί δε με έβλαψαν, παρόλο που βέβαια δεν ήθελαν να μου κάνουν και καλό, που για αυτό διακριτικά τους μέμφομαι”.
“Κι όταν μεγαλώσουν οι γιοι μου σας ζητάω να τους τιμωρήσετε αν ενδιαφέρονται για πλούτη ή τίποτα άλλο πέρα από την αρετή, ή αν προσποιούνται ότι είναι κάτι ενώ στην ουσία δεν είναι τίποτα. Τότε να τους κατακρίνετε όπως εγώ εσάς και αν το κάνετε, τότε θα έχουν λάβει δικαιοσύνη από τα χέρια σας”.
Ο Σωκράτης αναρωτιέται πώς γίνεται κάποιος να φοβάται κάτι για το οποίο δεν έχει ιδέα; Του φαίνεται χαζό να φοβάσαι το άγνωστο. (Ωστόσο οι περισσότεροι δεν φοβόμαστε το άγνωστο, την αλλαγή;)

Απόσπασμα Ένας Έρως Κ.Π Καβάφης

Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,
και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου
στέκουμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Aντώνη.
Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα στο φως μου·
έως που μ’ είπ’ «Aγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη;
Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»

        Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.
Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,
και τον εφίλησα  σαν πριν, κ’ έκλαψα στον λαιμό του.
Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον...
Τον είπα πως με ’γέλασαν, πως μες στην τρικυμία
επίστεψα που πνίχθηκε... Πως μόνο για χατίρι
της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα... Μαζύ του
πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,
απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνη άλλος...
Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα
ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,
τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου
δεν θε να γίνη και εγώ δική του .. Και τον είπα,
απ’ την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,
να ορκισθή να μη με διή ποτέ πια στην ζωή του...
Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.
Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.

        Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου.
Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος.
Aς μ’ έπαιρνε ο θάνατος!... Aλλά πώς να πεθάνω —
έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.