Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,
και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου
στέκουμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Aντώνη.
Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα στο φως μου·
έως που μ’ είπ’ «Aγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη;
Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»
Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.
Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,
και τον εφίλησα σαν πριν, κ’ έκλαψα στον λαιμό του.
Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον...
Τον είπα πως με ’γέλασαν, πως μες στην τρικυμία
επίστεψα που πνίχθηκε... Πως μόνο για χατίρι
της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα... Μαζύ του
πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,
απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνη άλλος...
Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα
ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,
τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου
δεν θε να γίνη και εγώ δική του .. Και τον είπα,
απ’ την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,
να ορκισθή να μη με διή ποτέ πια στην ζωή του...
Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.
Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.
Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου.
Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος.
Aς μ’ έπαιρνε ο θάνατος!... Aλλά πώς να πεθάνω —
έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.
και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου
στέκουμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Aντώνη.
Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα στο φως μου·
έως που μ’ είπ’ «Aγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη;
Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»
Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.
Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,
και τον εφίλησα σαν πριν, κ’ έκλαψα στον λαιμό του.
Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον...
Τον είπα πως με ’γέλασαν, πως μες στην τρικυμία
επίστεψα που πνίχθηκε... Πως μόνο για χατίρι
της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα... Μαζύ του
πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,
απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνη άλλος...
Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα
ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,
τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου
δεν θε να γίνη και εγώ δική του .. Και τον είπα,
απ’ την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,
να ορκισθή να μη με διή ποτέ πια στην ζωή του...
Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.
Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.
Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου.
Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος.
Aς μ’ έπαιρνε ο θάνατος!... Aλλά πώς να πεθάνω —
έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου